- κυβερνατήρ
- κῠβερνᾱτήρ1 helmsman met.
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ i. e. of his trainer, Orseas Ι. 4. 71.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ i. e. of his trainer, Orseas Ι. 4. 71.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κυβερνατήρ — κυβερνᾱτήρ , κυβερνήτης steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek